- ὑπερεκτείνεται
- ὑπερεκτείνωstretch out beyond measureaor subj mid 3rd sg (epic)ὑπερεκτείνωstretch out beyond measurepres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πτυχοεπώθηση — η, Ν γεωλ. η μεσαία πτέρυγα μιας ανεστραμμένης πτυχής που υπερεκτείνεται λόγω πλευρικών θλίψεων … Dictionary of Greek